μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
ἀγρώσσω (Α) ἄγρα(επικός τύπος του ἀγρεύω, σε χρήση μόνο στον ενεστώτα) συλλαμβάνω, πιάνω.