αδελφοδιώχτης

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

και αδερφοδιώχτης, ο
1. αδελφός που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, επιφέρει τον θάνατο τών αδελφών που γεννιούνται ύστερα από αυτόν
2. η ίδια η ιδιότητα («αυτό το παιδί έχει αδελφοδιώχτη»)
3. διογκωμένη φλέβα ή γαλάζια γραμμή ανάμεσα στα φρύδια, που θεωρείται ως γνώρισμα αυτού που προκαλεί τον θάνατο τών αδελφών του.