αεροβατικός

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀεροβατικός, -ή, -όν) ἀεροβάτης
(νεολλ.)
1. αυτός που αναφέρεται στον αεροβάτη
2. (για πρόσωπα) αυτός που συνηθίζει να αεροβατεί, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος
αρχ.
(για πτηνά) που διασχίζει τον αέρα.