αερονόμος

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

ο
οπλίτης που υπηρετεί στην αστυνομία του κλάδου της Αεροπορίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + νόμος, πρβλ. αστυνόμος, στρατονόμος κ.τ.ό.].