στρατονόμος
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
Greek Monolingual
ο, Ν
αξιωματικός, υπαξιωματικός ή οπλίτης της στρατονομίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -νόμος].