στρατονόμος

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

ο, Ν
αξιωματικός, υπαξιωματικός ή οπλίτης της στρατονομίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -νόμος].