αεροτόπι

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

και αγεροτόπι, το
τοποθεσία εκτεθειμένη στους ανέμους, που τήν πιάνουν οι άνεμοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + τόπι < μσν. τόπιον, υποκορ. του τόπος.