αεροτόπι

From LSJ

Greek Monolingual

και αγεροτόπι, το
τοποθεσία εκτεθειμένη στους ανέμους, που τήν πιάνουν οι άνεμοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + τόπι < μσν. τόπιον, υποκορ. του τόπος.