αερότοπος

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source

Greek Monolingual

και αγερό-, ο
1. το αεροτόπι
2. τόπος άγονος
3. τόπος ακαλλιέργητος, χέρσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + τόπος.