αηδονολαλιά

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

Greek Monolingual

η
1. λαλιά, κελάηδημα αηδονιού
2. ομιλία ή τραγούδι γλυκό σαν του αηδονιού.