αθεμίστιος

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

ἀθεμίστιος, -ον (Α) ἀθέμιστος
1. άνομος, αθέμιτος, ασεβής
2. φρ. «ἀθεμίστια εἰδώς», ο έμπειρος, ο ειδικός στις παρανομίες.