αθυροστομία
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
Greek Monolingual
η (Α ἀθυροστομία) ἀθυρόστομος
νεοελλ.
έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα, αδιακρισία, αυθάδεια, ξετσιπωσιά
αρχ.
ακράτεια της γλώσσας, ακατάσχετη φλυαρία.