αθυροστομία
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀθυροστομία) ἀθυρόστομος
νεοελλ.
έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα, αδιακρισία, αυθάδεια, ξετσιπωσιά
αρχ.
ακράτεια της γλώσσας, ακατάσχετη φλυαρία.
η (Α ἀθυροστομία) ἀθυρόστομος
νεοελλ.
έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα, αδιακρισία, αυθάδεια, ξετσιπωσιά
αρχ.
ακράτεια της γλώσσας, ακατάσχετη φλυαρία.