αἰθαλώδης
From LSJ
English (LSJ)
αἰθαλῶδες, sooty, black, Arist. Mu.395a26, Gal.9.470.
Spanish (DGE)
-ες
ahumado, negro Arist.Mu.395a27, Gal.9.470, κατὰ τὴν χρόαν Str.5.4.8, κατὰ χρόα Philum.Ven.15.3, τὴν χροιάν Sch.Theoc.11.24, cf. Sch.Hes.Th.515b, τόπος Ps.Caes.117.7.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθαλώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης αἰθάλης, μέλας, Ἀριστ. Κόσμ. 4. 20.
Russian (Dvoretsky)
αἰθᾰλώδης: черный как сажа (κεραυνός Arst.).
German (Pape)
ες, rußig, Arist. mund. 4; Strab.