αιματιά

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source

Greek Monolingual

και ματιά και αιμαθιά και αμαθιά, η (Α αἱματιά) αἶμα
είδος αλλαντικού που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο του χοίρου με γέμιση από ρύζι, χόντρο ή τραχανά και διάφορα αρωματικά καρυκεύματα
συχνά περιέχει και πηγμένο αίμα χοίρου
νεοελλ.
1. το ίδιο το παχύ έντερο του χοίρου, το κατάλληλο για την παρασκευή αλλαντικών
2. εντόσθια σφαχτού, τζιέρια
αρχ.
ζωμός με αίμα, ο «μέλας ζωμός» τών Σπαρτιατών.