αιματιά

Greek Monolingual

και ματιά και αιμαθιά και αμαθιά, η (Α αἱματιά) αἶμα
είδος αλλαντικού που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο του χοίρου με γέμιση από ρύζι, χόντρο ή τραχανά και διάφορα αρωματικά καρυκεύματα
συχνά περιέχει και πηγμένο αίμα χοίρου
νεοελλ.
1. το ίδιο το παχύ έντερο του χοίρου, το κατάλληλο για την παρασκευή αλλαντικών
2. εντόσθια σφαχτού, τζιέρια
αρχ.
ζωμός με αίμα, ο «μέλας ζωμός» τών Σπαρτιατών.