Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιολόδερμος

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

αἰολόδερμος, -ον (Α)
αυτός που έχει παρδαλό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -δερμος < δέρμα].