ακαλός

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229

Greek Monolingual

ἀκαλός, -ή, -ὸν (AM)
ήσυχος, ειρηνικός, πράος
(ποταμός) «ἀκαλὰ προρέων» (Ησίοδ. απ. 218)
ήρεμο, αθόρυβο (ποτάμι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκὴ «ησυχία, γαλήνη, σιγαλιά» + -αλὸς (πρβλ. ομαλός, απαλός)].