ακαμάτεμα

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

το ακαματεύω
1. η ακαμασιά
2. το στόλισμα τών κοπαδιών
3. η διακοπή μιας γεωργικής εργασίας για να ξεκουραστούν οι εργάτες
4. το μεσημέρι (επειδή τότε συνήθως γίνεται το διάλειμμα για ξεκούραση τών γεωργών).