Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακανθοβόλος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-ον (Α ἀκανθοβόλος)
αυτός που βγάζει, που πετάει αγκάθια
«ἀκανθοβόλον ῥόδον» (Νίκανδρος απ. 74, 9).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -βόλος < βάλλω].