ακουμπητός

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό και ακουμπιστός
αυτός που στηρίζεται κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακουμπώ.
ΠΑΡ. ακούμπητος].