ακουμπητός

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό και ακουμπιστός
αυτός που στηρίζεται κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακουμπώ.
ΠΑΡ. ακούμπητος].