ακροθώραξ

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

ἀκροθώραξ (-ακος) και ἀκροθώρηξ, ο, η (Α)
αυτός που βρίσκεται σε μέτρια κατάσταση μέθης, ο ελαφρά μεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙ) + -θώραξ < θωρήσσω «μεθώ»].