ακυβερνησία

From LSJ

Greek Monolingual

η (Μ ἀκυβερνησία) ἀκυβέρνητος
νεοελλ.
1. ανυπαρξία ή αστάθεια κυβερνήσεως
2. κακή διακυβέρνηση
μσν.
έλλειψη κυβερνήτη, οδηγού ή αρχηγού.