Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακόντι

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

το
ξύλινο εξάρτημα της βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο].