αλατόνερο

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

το
1. διάλυση αλατιού σε νερό, σαλαμούρα
2. αλμυρό ή υφάλμυρο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάτι + νερό].