αλατώδης

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-ες
1. ο γεμάτος αλάτι
2. ο αλμυρός κατά τη γεύση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάτι + παραγ. κατάλ. -ώδης].