αλεεινός

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

ἀλεεινός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που θερμαίνει, ο θερμαντικός
2. θερμός, ζεστός
3. (για τόπο) προσηλιακός, ευήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλέα (ΙΙ) με αναλογική επίδραση επιθ. όπως: φαεινός, ψυχεινός κ.λπ.].