αλεξιφάρμακος
Greek Monolingual
ἀλεξιφάρμακος, -ον (Α)
1. αυτός που ενεργεί ως αντίδοτο, που εξουδετερώνει το δηλητήριο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλεξιφάρμακον
α) αντιφάρμακο, αντίδοτο
β) μαγικό φίλτρο, φυλαχτό
γ) γιατριά, θεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεξι- (< ἀλέξω) + φάρμακον.