(I)ἀλετρεύω (Α) ἀλετρίςαλέθω.(II)οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του -ο- σε -ε- και ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-.ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής].