αλιτήμερος

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ἀλιτήμερος, -ον (Α)
αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλιτ- (< θ. ἀλιτ- του αορ. β΄ ἤλιτον του ρ. ἀλιταίνω) + -ημερος < ἡμέρα
ο σχηματισμός του επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος].