αλληλεγγυότητα
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Greek Monolingual
η (αλληλέγγυος)
1. κοινή ευθύνη ή υποχρέωση
2. αλληλοβοήθεια, συμπαράσταση.