αλλοδαπής

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101

Greek Monolingual

ἀλλοδαπής, -ές (ΑΜ)
ο αλλοδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο όρος προήλθε από μεταπλασμό του τ. ἀλλοδαπός.