αλογοκάρφι
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
το
το καρφί που στερεώνει το πέταλο τών αλόγων και κατ’ επέκταση και άλλων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + καρφί].