Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αλογοσίδερο
Greek Monolingual
το (συνήθως στον πληθυντικό) σιδερένιοι κρίκοι συνδεδεμένοι μεταξύ τους με αλυσίδα, με τους οποίους περιβάλλουν τα δύο μπροστινά πόδια τών αλόγων ή τών μουλαριών στο βόσκημα, για να μην απομακρύνονται. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<άλογο+σίδερο].