οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
ἀλύσκω (Α)(ποιητική λέξη)1. αποφεύγω, κρατιέμαι μακριά από κίνδυνο2. διαφεύγω, διασώζομαι φεύγοντας3. είμαι ανήσυχος, περιφέρομαι αδιάκοπα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλύω.ΠΑΡ. αρχ. ἄλυξις, ἀλυσκάζω.