ἄλυξις
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀλύσκω) escape, A.Ag.1299, Q.S.12.212.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
escapatoria οὐκ ἔστ' ἄ. A.A.1299, cf. Q.S.12.212.
• Etimología: De un tema en gutural -k- de la raíz de ἀλύω q.u.; cf. ἀλύσσω y ἀλύσκω.
German (Pape)
[Seite 110] ἡ (ἀλύσκω), das Entfliehen, Vermeiden, Aesch. Ag. 1272 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'échapper ; moyen de fuir.
Étymologie: ἀλύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἄλυξις: εως (ᾰ) ἡ бегство, тж. спасение Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλυξις: -εως, ἡ, (ἀλύσκω) διαφυγή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1299.
Greek Monolingual
ἄλυξις (-εως), η (Α)
αποφυγή, διαφυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύσκω, από το θ. του μέλλ. ἀλύξω].
Greek Monotonic
ἄλυξις: -εως, ἡ (ἀλύσκω), διαφυγή, σε Αισχύλ.