αμουσία

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀμουσία) ἄμουσος
νεοελλ.
έλλειψη μουσικού αισθήματος, αφιλομουσία
αρχ.
1. έλλειψη παιδείας, καλλιέργειας, απαιδευσία, αμορφωσιά
2. έλλειψη μουσικής αρμονίας.