αμυδρότητα
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
η (Α ἀμυδρότης) ἀμυδρός
1. σκοτεινότητα, θολότητα
2. ασάφεια
3. εξασθένηση, ατονία, αδυναμία.
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
η (Α ἀμυδρότης) ἀμυδρός
1. σκοτεινότητα, θολότητα
2. ασάφεια
3. εξασθένηση, ατονία, αδυναμία.