αμφίκυρτος

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίκυρτος, -ον)
ο κυρτός και κατά τις δύο πλευρές (ή επιφάνειες).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κυρτός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφικυρτοῦμαι].