αμφίκυρτος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίκυρτος, -ον)
ο κυρτός και κατά τις δύο πλευρές (ή επιφάνειες).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κυρτός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφικυρτοῦμαι].