ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
-ον (Α ἀνάκανθος) ἄκανθα1. ο χωρίς σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά2. (για ψάρια, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν έχει αγκάθια3. το αρσ. ως ουσ. ο ανάκανθοςείδος ψαριού.