ανάλωτος
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάλωτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, απόρθητος, ακυρίευτος
αρχ.
1. ακατόρθωτος, ανέφικτος
2. αυτός που δεν καταβάλλεται από κάτι, ο ακατάβλητος
3. αδωροδόκητος, αδέκαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωτός < ἀλίσκομαι].