ανάπτης
From LSJ
Greek Monolingual
ἀνάπτης, ο (Α)
αυτός που παροτρύνει για επανάσταση, ο ταραξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπτω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. κανδηλανάπτης].
ἀνάπτης, ο (Α)
αυτός που παροτρύνει για επανάσταση, ο ταραξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπτω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. κανδηλανάπτης].