ανάριθμος

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάριθμος, -ον και ποιητ. ἀνήριθμος, -ον) αριθμός
1. αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος
2. αυτός που δεν έχει αριθμό, δεν έχει αριθμηθεί
αρχ.
1. ο δίχως μέτρο, δίχως όριο
2. ο μη υπολογίσιμος, ασήμαντος.