ἀνέραστος
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
English (LSJ)
ἀνέραστον,
A loveless, ἔρωτες D.Chr.7.133, cf. Plu.2.406a, etc.; ἀ. κοινωνία, ὁμιλία, ib.752c,756e; τὸ ἀ. ἑτέρων want of love for.., ib.634b; βίος AP12.18 (Alph.).
2 not loved. Luc.DMort.6.3.
3 unlovely, Chor. in Rh.Mus.49.498.
II Act., not loving, Hld.3.9, Aristaenet.1.10; unloving, cruel, harsh, Call.Epigr.34.4 (Sup.), Luc.DDeor.14.1; ἀνέραστα ποιεῖν Plu.2.61a.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no es amado οἱ δέ ἔντεκνοι ὑμῖν ἀνέραστοί Luc.DMort.63.
2 que no es amable, desagradable de una mujer joven, Chor.Decl.5.63.
3 que no ama de pers., Hld.3.9, Aristaenet.1.10.110, Luc.DDeor.14.1, Tim.14
•contrario al amor de cosas τῶν παρὰ σεῦ τοῦτ' ἀνεραστότατον de cuanto de ti he recibido, esa es la mayor prueba de desamor Call.Epigr.32.4, ὡς ἀνέραστα πολλὰ καὶ σκληρὰ καὶ νεμεσητὰ ποιοῦντος Plu.2.61a.
II carente de amor κοινωνία Plu.2.752c, ὁμιλία Plu.2.756e, βίος AP 12.18, ἡ Ἀκαδήμεια Plu.2.406a, ἀνέραστοι ἔρωτες amores que no son amores D.Chr.7.133.
German (Pape)
[Seite 225] 1) nicht geliebt, Luc. D. Mort. 6. – 2) nicht liebend, ohne Liebe, βίος Alph. 1 (XII, 18); Ζεύς Pallad. 3 (V, 257); ἀν. γίγνεσθαί τινος, die Liebe zu Einem verlieren, Luc. merc. cond. 7; oft Plut.; lieblos, hart, superlat., Callim. 7 (XII, 148); Luc. Tim. 14 δεσπότης, unliebenswürdig; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non aimé;
2 non aimable, dur, cruel;
II. qui n'aime pas, sans amour ; τὸ ἀνέραστον défaut d'affection.
Étymologie: ἀ, ἐραστός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέραστος:
1 лишенный или не знающий любви, нелюбящий (ὁμιλία Plut.; βίος Anth.): ἀ. γενέσθαι τινί Luc. разлюбить кого-л.;
2 нелюбимый (τινι Luc.);
3 нелюбезный, неприятный, суровый (δεσπότης Luc.; sc. ἔπη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέραστος: -ον, ὁ ἄνευ ἔρωτος, Πλούτ. 2. 406Α, κτλ.· ἀν. κοινωνία, ὁμιλία αὐτόθι 752C, 756E· τὸ ἀνέραστον ἑτέρων, ἡ ἔλλειψις ἔρωτος πρὸς ..., αὐτόθι 634Β· ἀνέραστα ποιεῖν αὐτόθι 61Α. 2) ὁ μὴ ἀγαπώμενος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 13. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐρῶν, Ἡλιόδ. 3. 9, Ἀνθ. Π. 12. 18· τινὸς Ἀρισταίν. 1. 10: ὁ μὴ ἔχων ἀγάπην, τραχύς, σκληρός, Καλλ. Ἐπιγρ. 33. 4, ἐν τῷ ὑπερθ. -Ἐπίρρ. -στως Μ. Ἀκομ. τόμ. Α΄, σ. 250. 23, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέραστος, -ον)
αυτός που δεν αγαπήθηκε, που δεν ενέπνευσε έρωτα
αρχ.
1. αυτός που δεν ασκεί ερωτική έλξη
2. ο μη ευχάριστος, ο αντιπαθητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εραστός «αγαπητός» < θ. ερασ- του έραμαι «αγαπώ»].
Greek Monotonic
ἀνέραστος: -ον, I. αυτός που δεν έχει αγαπηθεί, σε Λουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν αγαπά, σε Ανθ.