shamelessness
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ἀναίδεια, ἡ, ὕβρις, ἡ, θράσος, τό, Ar. and P. ἀναισχυντία, ἡ.
Translations
Armenian: անամոթություն; Azerbaijani: arsızlıq, utanmazlıq, utanmamazlıq, abırsızlıq, həyasızlıq; Catalan: desvergonyiment; Esperanto: senhonteco; Finnish: häpeämättömyys; French: dévergondage, impudicité; Georgian: უსირცხვილობა; Greek: αδιαντροπιά, ξεδιαντροπιά, ανεντροπιά, ξετσιπωσιά, ξετσίπωμα, έλλειψη τσίπας, έλλειψη ντροπής, αναισχυντία, αναισχυντηλία, αποθράσυνση, αναίδεια; Ancient Greek: ἀδιατρεφία, ἀδιατρεψία, ἀναγωγία, ἀναίδεια, ἀναιδείη, ἀναισχύντημα, ἀναισχυντία, ἀνδρεία, ἀπόνοια, ἀχρωμία, βδελυρία, παρρησία, τὸ ἀναιδές, τὸ ἀναίσχυντον; German: Schamlosigkeit; Hungarian: szégyentelenség; Irish: neamhnáire, mínáire, ainfhéile; Italian: spudoratezza, inverecondia; Japanese: 厚顔無恥; Korean: 파렴치, 몰염치; Latin: impudentia; Norwegian Bokmål: skamløshet; Ottoman Turkish: عارسزلق; Polish: bezpruderyjność, bezwstyd, bezwstydność; Portuguese: impudor, despudor; Russian: бесстыдство; Spanish: sinvergonzonería, desvergüenza, desfachatez; Turkish: yüzsüzlük