αναδιανομή

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

η
1. η εκ νέου διανομή, ανακατανομή
2. (Οικον.)
ανακατανομή του εισοδήματος) η δικαιότερη διανομή του εισοδήματος μεταξύ τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων του πληθυσμού με σκοπό τη μείωση της απόστασης που χωρίζει τους πολύ πλούσιους από τους πολύ φτωχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγιο σύνθετο < ανα- + διανομή.