αναδιδάσκω

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source

Greek Monolingual

ἀναδιδάσκω)
διδάσκω εκ νέου, με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο
αρχ.-μσν.
διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ερμηνεύω, εξηγώ
2. φρ. «ἀναδιδάσκω δράμα», το παρουσιάζω εκ νέου στη σκηνή
ΙΙ. παθ.
1. διδάσκομαι, πληροφορούμαι καλύτερα κάτι
2. μεταπείθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + διδάσκω.