αναθέρμανση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀναθέρμανσις) ἀναθερμαίνω
η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμα
νεοελλ.
ανάκτηση ζωτικότητας, αναζωογόνηση, τόνωση «αναθέρμανση της οικονομίας», «αναθέρμανση σχέσεων» κ.λπ.
η (Α ἀναθέρμανσις) ἀναθερμαίνω
η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμα
νεοελλ.
ανάκτηση ζωτικότητας, αναζωογόνηση, τόνωση «αναθέρμανση της οικονομίας», «αναθέρμανση σχέσεων» κ.λπ.