Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(Α ἀναθλίβω)πιέζω, συμπιέζω, συνθλίβω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θλίβω.ΠΑΡ. ανάθλιψη (-ις)].