αναθλίβω

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

ἀναθλίβω)
πιέζω, συμπιέζω, συνθλίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θλίβω.
ΠΑΡ. ανάθλιψη (-ις)].