αναθυμίαμα
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
Greek Monolingual
το (Α ἀναθυμίαμα) ἀναθυμιῶ
αέριο που αναδύεται από την αναθυμίαση.
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
το (Α ἀναθυμίαμα) ἀναθυμιῶ
αέριο που αναδύεται από την αναθυμίαση.