ἀναθυμίαμα
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
-ατος, τό, result of exhalation, Chrysipp.Stoic.2.196, cj. in Zenoib.1.35.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
exhalación ἥλιον ... ἔξαμμα νοερὸν ἐκ τοῦ τῆς θαλάσσης ἀναθυμιάματος Chrysipp.Stoic.2.196, Zeno Stoic.1.35 (cj.).
German (Pape)
[Seite 188] τό, aufsteigender Rauch, Rauchwer K, Weihrauch.
Greek Monolingual
το (Α ἀναθυμίαμα) ἀναθυμιῶ
αέριο που αναδύεται από την αναθυμίαση.