(Α ἀναπείθω) μεταβάλλω τη γνώμη κάποιου, τον μεταπείθωαρχ.1. πείθω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι2. παρασύρω, δελεάζω, δωροδοκώ.