αναπείθω

Greek Monolingual

ἀναπείθω) μεταβάλλω τη γνώμη κάποιου, τον μεταπείθω
αρχ.
1. πείθω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
2. παρασύρω, δελεάζω, δωροδοκώ.