αναπτυξιακός

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που οδηγεί στην ανάπτυξη, δηλ. στην οικονομική εξύψωση και ευρωστία χώρας ή περιοχής (αναπτυξιακή πολιτική, αναπτυξιακό πρόγραμμα, αναπτυξιακά κίνητρα).