αναπτυξιακός

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που οδηγεί στην ανάπτυξη, δηλ. στην οικονομική εξύψωση και ευρωστία χώρας ή περιοχής (αναπτυξιακή πολιτική, αναπτυξιακό πρόγραμμα, αναπτυξιακά κίνητρα).