ανασείω

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

ἀνασείω)
1. κινώ προς τα επάνω, ταράζω, τραντάζω
2. επισείω, απειλώ
3. διεγείρω, ερεθίζω
4. μεσ. αναπηδώ, δονούμαι
5. παθ. ταράζομαι, θορυβούμαι.