ανασείω

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

ἀνασείω)
1. κινώ προς τα επάνω, ταράζω, τραντάζω
2. επισείω, απειλώ
3. διεγείρω, ερεθίζω
4. μεσ. αναπηδώ, δονούμαι
5. παθ. ταράζομαι, θορυβούμαι.